Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναπαυξίφως
συναπειλέω
συνάπειμι
συναπελαύνω
συναπελευθερική
συναπεμπολάω
συναπεργάζομαι
συναπερείδω
συναπέρχομαι
συναπευθύνω
συναπεχθάνομαι
συναπέχω
συναπίσταμαι
συναπλόω
συναποβαίνω
συναποβάλλω
συναποβιάζομαι
συναποβλέπω
συναποβρέχω
συναπογεννάω
συναπογίγνομαι
View word page
συναπεχθάνομαι
συναπ-εχθάνομαι,
A). become an enemy together, Plu. 2.96b .


ShortDef

to become an enemy together

Debugging

Headword:
συναπεχθάνομαι
Headword (normalized):
συναπεχθάνομαι
Headword (normalized/stripped):
συναπεχθανομαι
IDX:
99364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99365
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναπ-εχθάνομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">become an enemy together</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.96b </span>.</div> </div><br><br>'}