Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναπαρτισμός
συνάπας
συναπατάω
συναπαυξίφως
συναπειλέω
συνάπειμι
συναπελαύνω
συναπελευθερική
συναπεμπολάω
συναπεργάζομαι
συναπερείδω
συναπέρχομαι
συναπευθύνω
συναπεχθάνομαι
συναπέχω
συναπίσταμαι
συναπλόω
συναποβαίνω
συναποβάλλω
συναποβιάζομαι
συναποβλέπω
View word page
συναπερείδω
συναπ-ερείδω,
A). v. συνεπερείδω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συναπερείδω
Headword (normalized):
συναπερείδω
Headword (normalized/stripped):
συναπερειδω
IDX:
99361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99362
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναπ-ερείδω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συνεπερείδω</span> .</div> </div><br><br>'}