συναπεργάζομαι
συναπ-εργάζομαι,
II). ς. τοὺς μύθους τῇ λέξει, τοῖς σχήμασι, elaborate the plots by language and gestures, Po. 1455a22 , 30 ; of an orator, ς. σχήμασι καὶ φωναῖς καὶ ἐσθῆτι καὶ ὅλως τῇ ὑποκρίσει help the effect by the use of gestures, etc., Rh. 1386a31 .