Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συναπαιτέω
συναπαντάω
συναπαρτίζω
συναπαρτισμός
συνάπας
συναπατάω
συναπαυξίφως
συναπειλέω
συνάπειμι
συναπελαύνω
συναπελευθερική
συναπεμπολάω
συναπεργάζομαι
συναπερείδω
συναπέρχομαι
συναπευθύνω
συναπεχθάνομαι
συναπέχω
συναπίσταμαι
συναπλόω
συναποβαίνω
View word page
συναπελευθερική
συναπ-ελευθερική
,
ἡ
,
A).
colliberta
, and
συναπ-ελεύθερος
,
ὁ
,
collibertus,
Gloss.
ShortDef
colliberta
Debugging
Headword:
συναπελευθερική
Headword (normalized):
συναπελευθερική
Headword (normalized/stripped):
συναπελευθερικη
IDX:
99358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99359
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναπ-ελευθερική</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">colliberta</span>, and <span class="orth greek">συναπ-ελεύθερος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="tr" style="font-weight: bold;">collibertus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}