Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναοιδία
συναορέω
συναοριστέομαι
συνάορος
συναπάγω
συναπαιδευτέω
συναπαίρω
συναπαιτέω
συναπαντάω
συναπαρτίζω
συναπαρτισμός
συνάπας
συναπατάω
συναπαυξίφως
συναπειλέω
συνάπειμι
συναπελαύνω
συναπελευθερική
συναπεμπολάω
συναπεργάζομαι
συναπερείδω
View word page
συναπαρτισμός
συναπ-αρτισμός, , =
A). consummatio, Gloss.


ShortDef

consummatio

Debugging

Headword:
συναπαρτισμός
Headword (normalized):
συναπαρτισμός
Headword (normalized/stripped):
συναπαρτισμος
IDX:
99351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99352
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναπ-αρτισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">consummatio,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}