Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναντλέω
συνάντομαι
συνανύτω
συνανύω
συνάξιμος
συναξιόω
σύναξις
συναοιδία
συναορέω
συναοριστέομαι
συνάορος
συναπάγω
συναπαιδευτέω
συναπαίρω
συναπαιτέω
συναπαντάω
συναπαρτίζω
συναπαρτισμός
συνάπας
συναπατάω
συναπαυξίφως
View word page
συνάορος
συνάορος,
A). v. συνήορος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνάορος
Headword (normalized):
συνάορος
Headword (normalized/stripped):
συναορος
IDX:
99344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99345
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνάορος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συνήορος</span> .</div> </div><br><br>'}