Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναντάω
συναντή
συνάντημα
συνάντησις
συναντιάζω
συναντιβάλλω
συναντίζω
συναντίθεσις
συναντιλαμβάνομαι
συναντιμεσουρανέω
συνάντισμα
συναντλέω
συνάντομαι
συνανύτω
συνανύω
συνάξιμος
συναξιόω
σύναξις
συναοιδία
συναορέω
συναοριστέομαι
View word page
συνάντισμα
συνάντισμα, ατος, τό,
A). occurrence, Aq. De. 23.10 .


ShortDef

occurrence

Debugging

Headword:
συνάντισμα
Headword (normalized):
συνάντισμα
Headword (normalized/stripped):
συναντισμα
IDX:
99333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99334
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνάντισμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">occurrence</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">De.</span> 23.10 </span>.</div> </div><br><br>'}