Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνανοίγω
συνανοιμώζω
συνανορθόω
Συνανουβιασταί
συνανταίρω
συναντάω
συναντή
συνάντημα
συνάντησις
συναντιάζω
συναντιβάλλω
συναντίζω
συναντίθεσις
συναντιλαμβάνομαι
συναντιμεσουρανέω
συνάντισμα
συναντλέω
συνάντομαι
συνανύτω
συνανύω
συνάξιμος
View word page
συναντιβάλλω
συναντιβάλλω,
A). confer, μετ’ ἐμπείρων IG 12(5).132.5 (Paros, iii A.D.).


ShortDef

confer

Debugging

Headword:
συναντιβάλλω
Headword (normalized):
συναντιβάλλω
Headword (normalized/stripped):
συναντιβαλλω
IDX:
99328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99329
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναντιβάλλω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">confer</span>, <span class="quote greek">μετ’ ἐμπείρων</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 12(5).132.5 </span> (Paros, iii A.D.).</div> </div><br><br>'}