Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνανθομολογέομαι
συνανθρωπεύομαι
συνανθρωπέω
συνανθρωπίζω
συνανθρώπισις
συνανιάομαι
συνανίημι
συνανίστημι
συνανίσχω
συνανιχνεύω
συνανοηταίνω
συνανοίγω
συνανοιμώζω
συνανορθόω
Συνανουβιασταί
συνανταίρω
συναντάω
συναντή
συνάντημα
συνάντησις
συναντιάζω
View word page
συνανοηταίνω
συνανοηταίνω,
A). join in foolish conduct, Sch. E. Ph. 394 .


ShortDef

join in foolish conduct

Debugging

Headword:
συνανοηταίνω
Headword (normalized):
συνανοηταίνω
Headword (normalized/stripped):
συνανοηταινω
IDX:
99317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99318
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνανοηταίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">join in foolish conduct</span>, Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg015.perseus-grc1:394" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg015.perseus-grc1:394/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ph.</span> 394 </a>.</div> </div><br><br>'}