Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναναφυράω
συναναφύρω
συναναχαλάω
συναναχέω
συναναχορεύω
συναναχρέμπτομαι
συναναχρώννυμι
συνανάχρωσις
συναναχρωτίζω
συναναχωρέω
συνανδάνω
συνανδραγαθέω
συνανδρόομαι
συνάνειμι
συνανείργω
συνανέλκω
συνανέρχομαι
συνανέχω
συνανηβάω
συνανήκω
συνανθέλκω
View word page
συνανδάνω
συνανδάνω,
A). v. συνεύαδον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνανδάνω
Headword (normalized):
συνανδάνω
Headword (normalized/stripped):
συνανδανω
IDX:
99295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99296
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνανδάνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συνεύαδον</span> .</div> </div><br><br>'}