Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναναφλέγω
συναναφορά
συναναφυράω
συναναφύρω
συναναχαλάω
συναναχέω
συναναχορεύω
συναναχρέμπτομαι
συναναχρώννυμι
συνανάχρωσις
συναναχρωτίζω
συναναχωρέω
συνανδάνω
συνανδραγαθέω
συνανδρόομαι
συνάνειμι
συνανείργω
συνανέλκω
συνανέρχομαι
συνανέχω
συνανηβάω
View word page
συναναχρωτίζω
συνανα-χρωτίζω,
A). = συναναχρώννυμι , Gem. 2.14 ( Pass.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συναναχρωτίζω
Headword (normalized):
συναναχρωτίζω
Headword (normalized/stripped):
συναναχρωτιζω
IDX:
99293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99294
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνανα-χρωτίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">συναναχρώννυμι</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1383.tlg001:2:14" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1383.tlg001:2.14/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gem.</span> 2.14 </a> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}