Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναναφθέγγομαι
συναναφλέγω
συναναφορά
συναναφυράω
συναναφύρω
συναναχαλάω
συναναχέω
συναναχορεύω
συναναχρέμπτομαι
συναναχρώννυμι
συνανάχρωσις
συναναχρωτίζω
συναναχωρέω
συνανδάνω
συνανδραγαθέω
συνανδρόομαι
συνάνειμι
συνανείργω
συνανέλκω
συνανέρχομαι
συνανέχω
View word page
συνανάχρωσις
συνανά-χρωσις, εως, ,
A). infecting contact, Id. 2.680e .


ShortDef

infecting contact

Debugging

Headword:
συνανάχρωσις
Headword (normalized):
συνανάχρωσις
Headword (normalized/stripped):
συναναχρωσις
IDX:
99292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99293
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνανά-χρωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">infecting contact</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 2.680e </span>.</div> </div><br><br>'}