Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναναφαίνω
συναναφέρω
συναναφθέγγομαι
συναναφλέγω
συναναφορά
συναναφυράω
συναναφύρω
συναναχαλάω
συναναχέω
συναναχορεύω
συναναχρέμπτομαι
συναναχρώννυμι
συνανάχρωσις
συναναχρωτίζω
συναναχωρέω
συνανδάνω
συνανδραγαθέω
συνανδρόομαι
συνάνειμι
συνανείργω
συνανέλκω
View word page
συναναχρέμπτομαι
συνανα-χρέμπτομαι,
A). cough up together, τι μετά τινος Luc. Gall. 10 .


ShortDef

to cough up together

Debugging

Headword:
συναναχρέμπτομαι
Headword (normalized):
συναναχρέμπτομαι
Headword (normalized/stripped):
συναναχρεμπτομαι
IDX:
99290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99291
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνανα-χρέμπτομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cough up together</span>, <span class="quote greek">τι μετά τινος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg019:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg019:10/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Gall.</span> 10 </a> .</div> </div><br><br>'}