Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνανατήκω
συνανατίθημι
συνανατολή
συνανατρέπω
συνανατρέφω
συνανατρέχω
συνανατρίβω
συνανάτροφος
συναναφαίνω
συναναφέρω
συναναφθέγγομαι
συναναφλέγω
συναναφορά
συναναφυράω
συναναφύρω
συναναχαλάω
συναναχέω
συναναχορεύω
συναναχρέμπτομαι
συναναχρώννυμι
συνανάχρωσις
View word page
συναναφθέγγομαι
συνανα-φθέγγομαι,
A). cry out at the same time, Plu. Mar. 19 .


ShortDef

to cry out

Debugging

Headword:
συναναφθέγγομαι
Headword (normalized):
συναναφθέγγομαι
Headword (normalized/stripped):
συναναφθεγγομαι
IDX:
99282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99283
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνανα-φθέγγομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cry out at the same time</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg031:19" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg031:19/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mar.</span> 19 </a>.</div> </div><br><br>'}