Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναναταράσσω
συνανατείνω
συνανατέλλω
συνανατήκω
συνανατίθημι
συνανατολή
συνανατρέπω
συνανατρέφω
συνανατρέχω
συνανατρίβω
συνανάτροφος
συναναφαίνω
συναναφέρω
συναναφθέγγομαι
συναναφλέγω
συναναφορά
συναναφυράω
συναναφύρω
συναναχαλάω
συναναχέω
συναναχορεύω
View word page
συνανάτροφος
συνανά-τροφος,
A). gloss on σύντροφος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνανάτροφος
Headword (normalized):
συνανάτροφος
Headword (normalized/stripped):
συνανατροφος
IDX:
99279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99280
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνανά-τροφος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">σύντροφος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}