Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνανασκάπτω
συνανασκευάζω
συνανασκευή
συνανασπάω
συναναστομόω
συναναστόμωσις
συναναστρέφω
συναναστροφή
συνανασῴζω
συναναταράσσω
συνανατείνω
συνανατέλλω
συνανατήκω
συνανατίθημι
συνανατολή
συνανατρέπω
συνανατρέφω
συνανατρέχω
συνανατρίβω
συνανάτροφος
συναναφαίνω
View word page
συνανατείνω
συνανα-τείνω,
A). extend at the same time, Gal. 18(2).369 :— Pass., Id. 2.583 .


ShortDef

extend at the same time

Debugging

Headword:
συνανατείνω
Headword (normalized):
συνανατείνω
Headword (normalized/stripped):
συνανατεινω
IDX:
99270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99271
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνανα-τείνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">extend at the same time</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(2).369 </span>:— Pass., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 2.583 </span>.</div> </div><br><br>'}