Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συναναρτάομαι
συνανασκάπτω
συνανασκευάζω
συνανασκευή
συνανασπάω
συναναστομόω
συναναστόμωσις
συναναστρέφω
συναναστροφή
συνανασῴζω
συναναταράσσω
συνανατείνω
συνανατέλλω
συνανατήκω
συνανατίθημι
συνανατολή
συνανατρέπω
συνανατρέφω
συνανατρέχω
συνανατρίβω
συνανάτροφος
View word page
συναναταράσσω
συνανα-τᾰράσσω
,
A).
stir up
,
τῇ Χειρί
Dsc.
5.78
.
ShortDef
stir up
Debugging
Headword:
συναναταράσσω
Headword (normalized):
συναναταράσσω
Headword (normalized/stripped):
συναναταρασσω
IDX:
99269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99270
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνανα-τᾰράσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stir up</span>, <span class="quote greek">τῇ Χειρί</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 5.78 </span> .</div> </div><br><br>'}