Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναναπίπτω
συναναπλάσσω
συναναπλέκω
συναναπληρόω
συναναπλόω
συναναπράσσω
συναναπτύω
συνανάπτω
συναναριθμέω
συναναρριπτέω
συναναρτάομαι
συνανασκάπτω
συνανασκευάζω
συνανασκευή
συνανασπάω
συναναστομόω
συναναστόμωσις
συναναστρέφω
συναναστροφή
συνανασῴζω
συναναταράσσω
View word page
συναναρτάομαι
συναναρτάομαι, Pass.,
A). to be closely connected, D.C. 38.24 codd.(συνανῄρηται Reiske).


ShortDef

to be closely connected

Debugging

Headword:
συναναρτάομαι
Headword (normalized):
συναναρτάομαι
Headword (normalized/stripped):
συναναρταομαι
IDX:
99259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99260
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναναρτάομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be closely connected</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:38:24" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:38.24/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.C.</span> 38.24 </a> codd.(<span class="foreign greek">συνανῄρηται</span> Reiske).</div> </div><br><br>'}