Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναναπείθω
συναναπέμπω
συναναπηδάω
συναναπίμπλημι
συναναπίπτω
συναναπλάσσω
συναναπλέκω
συναναπληρόω
συναναπλόω
συναναπράσσω
συναναπτύω
συνανάπτω
συναναριθμέω
συναναρριπτέω
συναναρτάομαι
συνανασκάπτω
συνανασκευάζω
συνανασκευή
συνανασπάω
συναναστομόω
συναναστόμωσις
View word page
συναναπτύω
συνανα-πτύω,
A). spit up at the same time, aor. Pass. -επτύσθη Gal. 8.262 .


ShortDef

spit up at the same time

Debugging

Headword:
συναναπτύω
Headword (normalized):
συναναπτύω
Headword (normalized/stripped):
συναναπτυω
IDX:
99255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99256
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνανα-πτύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">spit up at the same time</span>, aor. Pass. <span class="quote greek">-επτύσθη</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 8.262 </span> .</div> </div><br><br>'}