Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνανάμιξις
συναναμίσγω
συνανανεόομαι
συναναξηραίνω
συναναπάλλομαι
συναναπαύομαι
συναναπείθω
συναναπέμπω
συναναπηδάω
συναναπίμπλημι
συναναπίπτω
συναναπλάσσω
συναναπλέκω
συναναπληρόω
συναναπλόω
συναναπράσσω
συναναπτύω
συνανάπτω
συναναριθμέω
συναναρριπτέω
συναναρτάομαι
View word page
συναναπίπτω
συνανα-πίπτω,
A). concubo, Gloss.


ShortDef

concubo

Debugging

Headword:
συναναπίπτω
Headword (normalized):
συναναπίπτω
Headword (normalized/stripped):
συναναπιπτω
IDX:
99249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99250
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνανα-πίπτω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">concubo,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}