συνανανεόομαι
συνανα-νεόομαι, Med.,
A). join in renewing, ξενίας 12.6A. 3 ; ἐπιχωρεῖ ἡμῖν ὁ δανείσας Ἱππόνικος συνανανεώσασθαι to renew the term (at the end of which the mortgagee can claim the property as his), PEnteux. 15.5 (iii B.C.).