Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναναληψία
συναναλίσκω
συναναλογέομαι
συναναλύω
συναναμαλάσσω
συναναμείγνυμι
συναναμέλπω
συνανάμιγος
συναναμιμνήσκω
συνανάμιξις
συναναμίσγω
συνανανεόομαι
συναναξηραίνω
συναναπάλλομαι
συναναπαύομαι
συναναπείθω
συναναπέμπω
συναναπηδάω
συναναπίμπλημι
συναναπίπτω
συναναπλάσσω
View word page
συναναμίσγω
συνανα-μίσγω,
A). = συναναμείγνυμι , Steph. in Hp. 1.170 D.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συναναμίσγω
Headword (normalized):
συναναμίσγω
Headword (normalized/stripped):
συναναμισγω
IDX:
99240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99241
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνανα-μίσγω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">συναναμείγνυμι</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0724.tlg002:1:170" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0724.tlg002:1.170/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Steph.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Hp.</span> 1.170 </a> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.</span> </span> </div> </div><br><br>'}