Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναναλάμπω
συναναληψία
συναναλίσκω
συναναλογέομαι
συναναλύω
συναναμαλάσσω
συναναμείγνυμι
συναναμέλπω
συνανάμιγος
συναναμιμνήσκω
συνανάμιξις
συναναμίσγω
συνανανεόομαι
συναναξηραίνω
συναναπάλλομαι
συναναπαύομαι
συναναπείθω
συναναπέμπω
συναναπηδάω
συναναπίμπλημι
συναναπίπτω
View word page
συνανάμιξις
συνανά-μιξις, εως, ,
A). combination with another, Thd. Da. 11.23 .


ShortDef

combination with another

Debugging

Headword:
συνανάμιξις
Headword (normalized):
συνανάμιξις
Headword (normalized/stripped):
συναναμιξις
IDX:
99239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99240
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνανά-μιξις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">combination with another</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thd.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Da.</span> 11.23 </span>.</div> </div><br><br>'}