Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνανακύπτω
συναναλαμβάνω
συναναλάμπω
συναναληψία
συναναλίσκω
συναναλογέομαι
συναναλύω
συναναμαλάσσω
συναναμείγνυμι
συναναμέλπω
συνανάμιγος
συναναμιμνήσκω
συνανάμιξις
συναναμίσγω
συνανανεόομαι
συναναξηραίνω
συναναπάλλομαι
συναναπαύομαι
συναναπείθω
συναναπέμπω
συναναπηδάω
View word page
συνανάμιγος
συνανά-μῐγος, ον,
A). mixed up with, included among, POxy. 718.16 , al. (ii A.D.).


ShortDef

mixed up with, included among

Debugging

Headword:
συνανάμιγος
Headword (normalized):
συνανάμιγος
Headword (normalized/stripped):
συναναμιγος
IDX:
99237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99238
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνανά-μῐγος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mixed up with, included among,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 718.16 </span>, al. (ii A.D.).</div> </div><br><br>'}