Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνανακράω
συνανακρίνω
συνανακυκλέομαι
συνανακυλίομαι
συνανακύπτω
συναναλαμβάνω
συναναλάμπω
συναναληψία
συναναλίσκω
συναναλογέομαι
συναναλύω
συναναμαλάσσω
συναναμείγνυμι
συναναμέλπω
συνανάμιγος
συναναμιμνήσκω
συνανάμιξις
συναναμίσγω
συνανανεόομαι
συναναξηραίνω
συναναπάλλομαι
View word page
συναναλύω
συνανα-λύω, Elean συναλλύω, in Med.,
A). remit a debt, Schwyzer 418.7 (v B.C.).


ShortDef

remit

Debugging

Headword:
συναναλύω
Headword (normalized):
συναναλύω
Headword (normalized/stripped):
συναναλυω
IDX:
99233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99234
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνανα-λύω</span>, Elean <span class="orth greek">συναλλύω</span>, in Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">remit</span> a debt, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Schwyzer</span> 418.7 </span> (v B.C.).</div> </div><br><br>'}