Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνανακόπτω
συνανακράω
συνανακρίνω
συνανακυκλέομαι
συνανακυλίομαι
συνανακύπτω
συναναλαμβάνω
συναναλάμπω
συναναληψία
συναναλίσκω
συναναλογέομαι
συναναλύω
συναναμαλάσσω
συναναμείγνυμι
συναναμέλπω
συνανάμιγος
συναναμιμνήσκω
συνανάμιξις
συναναμίσγω
συνανανεόομαι
συναναξηραίνω
View word page
συναναλογέομαι
συνανα-λογέομαι,
A). v. συναπολογέομαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συναναλογέομαι
Headword (normalized):
συναναλογέομαι
Headword (normalized/stripped):
συναναλογεομαι
IDX:
99232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99233
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνανα-λογέομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συναπολογέομαι</span> .</div> </div><br><br>'}