συναναλίσκω
συνᾰνᾱλίσκω,
A). consume together or likewise, τοὺς λεγομένους ἅλας ς. consume in company the proverbial salt, i.e. live in close companionship, EN 1156b27 ; ὅσα ἐδεῖτο εἰς τὴν ναῦν ς. : metaph., 50.42 ς. τὸ μεμνῆσθαι τὴν Χάριν . 1.11