Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνανακινδυνεύω
συνανακινέω
συνανακίρνημι
συνανακλίνομαι
συνανακομίζω
συνανακόπτω
συνανακράω
συνανακρίνω
συνανακυκλέομαι
συνανακυλίομαι
συνανακύπτω
συναναλαμβάνω
συναναλάμπω
συναναληψία
συναναλίσκω
συναναλογέομαι
συναναλύω
συναναμαλάσσω
συναναμείγνυμι
συναναμέλπω
συνανάμιγος
View word page
συνανακύπτω
συνανα-κύπτω,
A). raise up the head along with, Them. Or. 18.223c .


ShortDef

raise up the head along with

Debugging

Headword:
συνανακύπτω
Headword (normalized):
συνανακύπτω
Headword (normalized/stripped):
συνανακυπτω
IDX:
99227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99228
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνανα-κύπτω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">raise up the head along with</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2001.tlg018:223c" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2001.tlg018:223c/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Them.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Or.</span> 18.223c </a>.</div> </div><br><br>'}