Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνανάκειμαι
συνανακεράννυμαι
συνανακεφαλαιόω
συνανακηρύσσω
συνανακινδυνεύω
συνανακινέω
συνανακίρνημι
συνανακλίνομαι
συνανακομίζω
συνανακόπτω
συνανακράω
συνανακρίνω
συνανακυκλέομαι
συνανακυλίομαι
συνανακύπτω
συναναλαμβάνω
συναναλάμπω
συναναληψία
συναναλίσκω
συναναλογέομαι
συναναλύω
View word page
συνανακράω
συνανα-κράω, late form for συνανακίρνημι, in Pass. -κρᾶται, Phot.
A). s.v. συμφύρεται .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνανακράω
Headword (normalized):
συνανακράω
Headword (normalized/stripped):
συνανακραω
IDX:
99223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99224
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνανα-κράω</span>, late form for <span class="foreign greek">συνανακίρνημι</span>, in Pass. <span class="foreign greek">-κρᾶται</span>, Phot.<div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">συμφύρεται</span> .</div> </div><br><br>'}