Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναναβόσκομαι
συναναγιγνώσκω
συναναγκάζω
συναναγκασμός
συνανάγνωσις
συναναγράφω
συναναγυμνόω
συνανάγω
συναναδείκνυμι
συναναδεύω
συναναδέχομαι
συναναδίδωμι
συναναδίπλωσις
συναναζεύγνυμι
συναναζέω
συναναζητέω
συναναζωπυρέω
συναναθεματίζω
συναναθλέω
συναναθρηνέω
συναναθυμιάομαι
View word page
συναναδέχομαι
συνανα-δέχομαι,
A). undertake together, τὸν κίνδυνον Plb. 16.5.6 .


ShortDef

undertake together

Debugging

Headword:
συναναδέχομαι
Headword (normalized):
συναναδέχομαι
Headword (normalized/stripped):
συναναδεχομαι
IDX:
99198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99199
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνανα-δέχομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">undertake together</span>, <span class="quote greek">τὸν κίνδυνον</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:16:5:6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:16:5:6/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plb.</span> 16.5.6 </a> .</div> </div><br><br>'}