Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναμύνω
συναμφιάζω
συναμφιβάλλομαι
συναμφότεροι
συνάμφω
συναναβαίνω
συναναβακχεύω
συναναβιβάζω
συναναβλαστάνω
συναναβοάω
συναναβόσκομαι
συναναγιγνώσκω
συναναγκάζω
συναναγκασμός
συνανάγνωσις
συναναγράφω
συναναγυμνόω
συνανάγω
συναναδείκνυμι
συναναδεύω
συναναδέχομαι
View word page
συναναβόσκομαι
συνανα-βόσκομαι, Pass.,
A). grow up together with, c. dat., Plu. 2.409a (s. v.l.).


ShortDef

grow up together with

Debugging

Headword:
συναναβόσκομαι
Headword (normalized):
συναναβόσκομαι
Headword (normalized/stripped):
συναναβοσκομαι
IDX:
99188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99189
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνανα-βόσκομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">grow up together with</span>, c. dat., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.409a </span> (s. v.l.).</div> </div><br><br>'}