Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναμείβω
συναμιλλάομαι
συνάμιλλος
σύναμμα
συναμματίζομαι
συναμοργός
συναμπέχω
συναμπρεύω
συναμύνω
συναμφιάζω
συναμφιβάλλομαι
συναμφότεροι
συνάμφω
συναναβαίνω
συναναβακχεύω
συναναβιβάζω
συναναβλαστάνω
συναναβοάω
συναναβόσκομαι
συναναγιγνώσκω
συναναγκάζω
View word page
συναμφιβάλλομαι
συναμφιβάλλομαι, Pass.,
A). to be matter of doubt together, Eust. 316.26 .


ShortDef

to be matter of doubt together

Debugging

Headword:
συναμφιβάλλομαι
Headword (normalized):
συναμφιβάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
συναμφιβαλλομαι
IDX:
99180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99181
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναμφιβάλλομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be matter of doubt together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:316:26" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:316.26/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 316.26 </a>.</div> </div><br><br>'}