Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναμαρτάνω
συναμείβω
συναμιλλάομαι
συνάμιλλος
σύναμμα
συναμματίζομαι
συναμοργός
συναμπέχω
συναμπρεύω
συναμύνω
συναμφιάζω
συναμφιβάλλομαι
συναμφότεροι
συνάμφω
συναναβαίνω
συναναβακχεύω
συναναβιβάζω
συναναβλαστάνω
συναναβοάω
συναναβόσκομαι
συναναγιγνώσκω
View word page
συναμφιάζω
συναμφιάζω,
A). envelop closely, τοὺς πόδας λῃδίῳ Clearch. 25 .


ShortDef

envelop closely

Debugging

Headword:
συναμφιάζω
Headword (normalized):
συναμφιάζω
Headword (normalized/stripped):
συναμφιαζω
IDX:
99179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99180
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναμφιάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">envelop closely</span>, <span class="quote greek">τοὺς πόδας λῃδίῳ</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1270.tlg001:25" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1270.tlg001:25/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Clearch.</span> 25 </a> .</div> </div><br><br>'}