Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναμαθύνω
συναμάομαι
συναμαρτάνω
συναμείβω
συναμιλλάομαι
συνάμιλλος
σύναμμα
συναμματίζομαι
συναμοργός
συναμπέχω
συναμπρεύω
συναμύνω
συναμφιάζω
συναμφιβάλλομαι
συναμφότεροι
συνάμφω
συναναβαίνω
συναναβακχεύω
συναναβιβάζω
συναναβλαστάνω
συναναβοάω
View word page
συναμπρεύω
συναμπρεύω,
A). help in drawing, Arist. HA 577b31 .


ShortDef

help in drawing

Debugging

Headword:
συναμπρεύω
Headword (normalized):
συναμπρεύω
Headword (normalized/stripped):
συναμπρευω
IDX:
99177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99178
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναμπρεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">help in drawing</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg014:577b:31" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg014:577b.31/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arist.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">HA</span> 577b31 </a>.</div> </div><br><br>'}