Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναλωνιάζω
συνάμᾰ
συναμαθύνω
συναμάομαι
συναμαρτάνω
συναμείβω
συναμιλλάομαι
συνάμιλλος
σύναμμα
συναμματίζομαι
συναμοργός
συναμπέχω
συναμπρεύω
συναμύνω
συναμφιάζω
συναμφιβάλλομαι
συναμφότεροι
συνάμφω
συναναβαίνω
συναναβακχεύω
συναναβιβάζω
View word page
συναμοργός
συναμοργός· δεξαμενή, Hsch. (ξυν- cod.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συναμοργός
Headword (normalized):
συναμοργός
Headword (normalized/stripped):
συναμοργος
IDX:
99175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99176
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναμοργός·</span> <span class="foreign greek">δεξαμενή</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="foreign greek">ξυν-</span> cod.).</div><br><br>'}