Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συναλοιφή
σύναλος
συναλύω
συναλωνιάζω
συνάμᾰ
συναμαθύνω
συναμάομαι
συναμαρτάνω
συναμείβω
συναμιλλάομαι
συνάμιλλος
σύναμμα
συναμματίζομαι
συναμοργός
συναμπέχω
συναμπρεύω
συναμύνω
συναμφιάζω
συναμφιβάλλομαι
συναμφότεροι
συνάμφω
View word page
συνάμιλλος
συνάμιλλος
[
ᾰ],
,
A).
rival
, of a wine,
Gal.
14.15
.
ShortDef
rival
Debugging
Headword:
συνάμιλλος
Headword (normalized):
συνάμιλλος
Headword (normalized/stripped):
συναμιλλος
IDX:
99172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99173
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνάμιλλος</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">rival</span>, of a wine, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 14.15 </span>.</div> </div><br><br>'}