Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναλλοιόω
συναλλοίωσις
συνάλλομαι
συναλλύω
σύναλμα
σύναλμος
συναλοάω
συναλοιφή
σύναλος
συναλύω
συναλωνιάζω
συνάμᾰ
συναμαθύνω
συναμάομαι
συναμαρτάνω
συναμείβω
συναμιλλάομαι
συνάμιλλος
σύναμμα
συναμματίζομαι
συναμοργός
View word page
συναλωνιάζω
συνᾰλωνιάζω,(ἅλων)
A). keep the threshing festival together, Suid.


ShortDef

keep the threshing festival together

Debugging

Headword:
συναλωνιάζω
Headword (normalized):
συναλωνιάζω
Headword (normalized/stripped):
συναλωνιαζω
IDX:
99165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99166
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνᾰλωνιάζω</span>,(<span class="etym greek">ἅλων</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">keep the threshing festival together</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}