Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συναλλοιόω
συναλλοίωσις
συνάλλομαι
συναλλύω
σύναλμα
σύναλμος
συναλοάω
συναλοιφή
σύναλος
συναλύω
συναλωνιάζω
συνάμᾰ
συναμαθύνω
συναμάομαι
συναμαρτάνω
συναμείβω
συναμιλλάομαι
συνάμιλλος
σύναμμα
View word page
σύναλος
σύνᾰλος
,
ον
,
A).
eating salt with
one,
Gloss.
ShortDef
eating salt with
Debugging
Headword:
σύναλος
Headword (normalized):
σύναλος
Headword (normalized/stripped):
συναλος
IDX:
99163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99164
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύνᾰλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">eating salt with</span> one, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}