Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συναλλακτέομαι
συναλλακτεύω
συναλλακτής
συναλλακτικός
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συναλλοιόω
συναλλοίωσις
συνάλλομαι
συναλλύω
σύναλμα
σύναλμος
συναλοάω
συναλοιφή
σύναλος
συναλύω
συναλωνιάζω
συνάμᾰ
συναμαθύνω
συναμάομαι
συναμαρτάνω
View word page
σύναλμα
σύναλμα
,
ατος
,
τό
,
A).
leap taken together
,
Hsch.
ShortDef
leap taken together
Debugging
Headword:
σύναλμα
Headword (normalized):
σύναλμα
Headword (normalized/stripped):
συναλμα
IDX:
99159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99160
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύναλμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">leap taken together</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}