Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναλλαγματογράφος
συναλλακτέομαι
συναλλακτεύω
συναλλακτής
συναλλακτικός
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συναλλοιόω
συναλλοίωσις
συνάλλομαι
συναλλύω
σύναλμα
σύναλμος
συναλοάω
συναλοιφή
σύναλος
συναλύω
συναλωνιάζω
συνάμᾰ
συναμαθύνω
συναμάομαι
View word page
συναλλύω
συναλλύω,
A). v. συναναλύω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συναλλύω
Headword (normalized):
συναλλύω
Headword (normalized/stripped):
συναλλυω
IDX:
99158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99159
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναλλύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συναναλύω</span> .</div> </div><br><br>'}