Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναλίσγομαι
συναλίσκομαι
συναλιφή
συναλλαγή
συνάλλαγμα
συναλλαγματικός
συναλλαγματογραφία
συναλλαγματογράφος
συναλλακτέομαι
συναλλακτεύω
συναλλακτής
συναλλακτικός
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συναλλοιόω
συναλλοίωσις
συνάλλομαι
συναλλύω
σύναλμα
σύναλμος
συναλοάω
View word page
συναλλακτής
συναλλ-ακτής, οῦ, ,
A). mediator, negotiator, Id.
II). an official concerned with the tax on sales (?), POxy. 43vii 4 , al. (iii A.D.).


ShortDef

mediator, negotiator

Debugging

Headword:
συναλλακτής
Headword (normalized):
συναλλακτής
Headword (normalized/stripped):
συναλλακτης
IDX:
99151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99152
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναλλ-ακτής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mediator, negotiator</span>, Id. </div> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-2"> <span><strong>II).</strong></span> an official concerned with the tax on sales (?), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 43vii 4 </span>, al. (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}