Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναλίζω1
συναλίζω2
συναλίσγομαι
συναλίσκομαι
συναλιφή
συναλλαγή
συνάλλαγμα
συναλλαγματικός
συναλλαγματογραφία
συναλλαγματογράφος
συναλλακτέομαι
συναλλακτεύω
συναλλακτής
συναλλακτικός
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συναλλοιόω
συναλλοίωσις
συνάλλομαι
συναλλύω
σύναλμα
View word page
συναλλακτέομαι
συναλλ-ακτέομαι,
A). to be negotiated, Inscr.Prien. 19.13 (iii B.C.).


ShortDef

to be negotiated

Debugging

Headword:
συναλλακτέομαι
Headword (normalized):
συναλλακτέομαι
Headword (normalized/stripped):
συναλλακτεομαι
IDX:
99149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99150
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναλλ-ακτέομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be negotiated,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Inscr.Prien.</span> 19.13 </span> (iii B.C.).</div> </div><br><br>'}