Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναλειπτός
συναλείφω
συναλέω
συναληθεύω
συναλήθω
συναλητεύω
συνάλθομαι
συναλιάζω
συναλίζω1
συναλίζω2
συναλίσγομαι
συναλίσκομαι
συναλιφή
συναλλαγή
συνάλλαγμα
συναλλαγματικός
συναλλαγματογραφία
συναλλαγματογράφος
συναλλακτέομαι
συναλλακτεύω
συναλλακτής
View word page
συναλίσγομαι
συνᾰλίσγομαι,
A). to be sullied with, c. dat., Aristeas 142 (cod. L and ap. Eus. PE 8.9 ).


ShortDef

to be sullied with

Debugging

Headword:
συναλίσγομαι
Headword (normalized):
συναλίσγομαι
Headword (normalized/stripped):
συναλισγομαι
IDX:
99141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99142
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνᾰλίσγομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be sullied with</span>, c. dat., Aristeas <span class="bibl"> 142 </span> (cod. L and ap.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2018.tlg001:8:9" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2018.tlg001:8.9/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eus.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">PE</span> 8.9 </a>).</div> </div><br><br>'}