Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναλεαίνω
συνάλειμμα
συναλειπτικός
συναλειπτός
συναλείφω
συναλέω
συναληθεύω
συναλήθω
συναλητεύω
συνάλθομαι
συναλιάζω
συναλίζω1
συναλίζω2
συναλίσγομαι
συναλίσκομαι
συναλιφή
συναλλαγή
συνάλλαγμα
συναλλαγματικός
συναλλαγματογραφία
συναλλαγματογράφος
View word page
συναλιάζω
συνᾱλιάζω, Dor. 3 sg. aor. ξυναλίαξε,(ἁλία) = sq., Ar. Lys. 93 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συναλιάζω
Headword (normalized):
συναλιάζω
Headword (normalized/stripped):
συναλιαζω
IDX:
99138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99139
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνᾱλιάζω</span>, Dor. 3 sg. aor. <span class="foreign greek">ξυναλίαξε,</span>(<span class="etym greek">ἁλία</span>) = sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg007.perseus-grc1:93" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg007.perseus-grc1:93/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lys.</span> 93 </a>.</div><br><br>'}