Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναλγύνω
συναλδής
συναλεαίνω
συνάλειμμα
συναλειπτικός
συναλειπτός
συναλείφω
συναλέω
συναληθεύω
συναλήθω
συναλητεύω
συνάλθομαι
συναλιάζω
συναλίζω1
συναλίζω2
συναλίσγομαι
συναλίσκομαι
συναλιφή
συναλλαγή
συνάλλαγμα
συναλλαγματικός
View word page
συναλητεύω
συνᾰλητεύω,
A). wander about with, Hld. 6.7 .


ShortDef

wander about with

Debugging

Headword:
συναλητεύω
Headword (normalized):
συναλητεύω
Headword (normalized/stripped):
συναλητευω
IDX:
99136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99137
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνᾰλητεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wander about with</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0658.tlg001:6:7" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0658.tlg001:6.7/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hld.</span> 6.7 </a>.</div> </div><br><br>'}