Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναλγηδών
συναλγύνω
συναλδής
συναλεαίνω
συνάλειμμα
συναλειπτικός
συναλειπτός
συναλείφω
συναλέω
συναληθεύω
συναλήθω
συναλητεύω
συνάλθομαι
συναλιάζω
συναλίζω1
συναλίζω2
συναλίσγομαι
συναλίσκομαι
συναλιφή
συναλλαγή
συνάλλαγμα
View word page
συναλήθω
συνᾰλήθω,
A). = συναλέω , Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συναλήθω
Headword (normalized):
συναλήθω
Headword (normalized/stripped):
συναληθω
IDX:
99135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99136
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνᾰλήθω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">συναλέω</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}