Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνακτός
συναλαλάζω
συναλάομαι
συναλγέω
συναλγηδών
συναλγύνω
συναλδής
συναλεαίνω
συνάλειμμα
συναλειπτικός
συναλειπτός
συναλείφω
συναλέω
συναληθεύω
συναλήθω
συναλητεύω
συνάλθομαι
συναλιάζω
συναλίζω1
συναλίζω2
συναλίσγομαι
View word page
συναλειπτός
συναλ-ειπτός, όν,
A). f.l. for ἀσυνάλειπτος in An.Ox. 2.412 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συναλειπτός
Headword (normalized):
συναλειπτός
Headword (normalized/stripped):
συναλειπτος
IDX:
99131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99132
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναλ-ειπτός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">ἀσυνάλειπτος</span> in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">An.Ox.</span> 2.412 </span>.</div> </div><br><br>'}