Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνακτήρ
συνακτήριον
συνακτικός
συνακτός
συναλαλάζω
συναλάομαι
συναλγέω
συναλγηδών
συναλγύνω
συναλδής
συναλεαίνω
συνάλειμμα
συναλειπτικός
συναλειπτός
συναλείφω
συναλέω
συναληθεύω
συναλήθω
συναλητεύω
συνάλθομαι
συναλιάζω
View word page
συναλεαίνω
συνᾰλεαίνω,
A). help to warm, Plu. 2.691e .


ShortDef

help to warm

Debugging

Headword:
συναλεαίνω
Headword (normalized):
συναλεαίνω
Headword (normalized/stripped):
συναλεαινω
IDX:
99128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99129
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνᾰλεαίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">help to warm</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.691e </span>.</div> </div><br><br>'}