Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνακτέον
συνακτήρ
συνακτήριον
συνακτικός
συνακτός
συναλαλάζω
συναλάομαι
συναλγέω
συναλγηδών
συναλγύνω
συναλδής
συναλεαίνω
συνάλειμμα
συναλειπτικός
συναλειπτός
συναλείφω
συναλέω
συναληθεύω
συναλήθω
συναλητεύω
συνάλθομαι
View word page
συναλδής
συναλδής, ές,
A). growing together, καρπός Nic. Al. 623 .


ShortDef

growing together

Debugging

Headword:
συναλδής
Headword (normalized):
συναλδής
Headword (normalized/stripped):
συναλδης
IDX:
99127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99128
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναλδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">growing together</span>, <span class="quote greek">καρπός</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0022.tlg002:623" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0022.tlg002:623/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nic.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Al.</span> 623 </a> .</div> </div><br><br>'}