Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνακοντίζω
συνάκοος
συνακούω
συνακρατίζομαι
συνακριβόω
συνακροάομαι
συνακτέον
συνακτήρ
συνακτήριον
συνακτικός
συνακτός
συναλαλάζω
συναλάομαι
συναλγέω
συναλγηδών
συναλγύνω
συναλδής
συναλεαίνω
συνάλειμμα
συναλειπτικός
συναλειπτός
View word page
συνακτός
συνακ-τός, , όν,
A). collected, ὕδωρ Porph. Abst. 1.42 .


ShortDef

collected

Debugging

Headword:
συνακτός
Headword (normalized):
συνακτός
Headword (normalized/stripped):
συνακτος
IDX:
99121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99122
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνακ-τός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">collected</span>, <span class="quote greek">ὕδωρ</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2034.tlg003:1:42" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2034.tlg003:1.42/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Porph.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Abst.</span> 1.42 </a> .</div> </div><br><br>'}